- μέθοδος
- η (ΑM μέθοδος)συστηματικός και προγραμματισμένος τρόπος πορείας για την επίλυση προβλημάτων θεωρίας και πρακτικής η οποία οδηγεί από προσδιορισμένες προϋποθέσεις στην πραγματοποίηση ενός σκοπούνεοελλ.1. (φιλοσ.) σύστημα κανόνων ή αρχών έρευνας, μελέτης και γνώσης τών φυσικών, κοινωνικών και βιολογικών φαινομένων και, γενικά, τού επιστητού, καθώς και η προοπτική υπό την οποία γίνεται η προσέγγισή τους από διάφορους ερευνητές ή από διάφορες σχολές (α. «πειραματική μέθοδος» β. «συγκριτική μέθοδος» γ. «απαγωγική μέθοδος»)2. σύνολο πρακτικών διαδικασιών με τις οποίες διδάσκεται ένα μάθημα, μια επιστήμη3. εγχειρίδιο που περιέχει τις βασικές αρχές και τους τρόπους εκμάθησης μιας γλώσσας, ενός μουσικού οργάνου κ.λπ. (α. «μέθοδος Ιταλικής άνευ διδασκάλου» β. «πρακτική μέθοδος κιθάρας»)νεοελλ.-μσν.τρόπος σύμφωνα με τον οποίο πράττει, συμπεριφέρεται ή συναλλάσσεται κάποιος (α. «οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν στις εκλογές κατά το παρελθόν ήταν αντιδημοκρατικές» β. «το παιδί αυτό έχει μέθοδο στο διάβασμά του» γ. «το κρασί πρέπει να τό πίνεις με μέθοδο»)μσν.1. δραστηριότητα, εκδήλωση2. επινόημα, εφεύρημααρχ.1. αναζήτηση, ανίχνευση, διερεύνηση2. η αρχή στην οποία στηρίζεται κάποιος κατά την επιστημονική έρευνα («κατὰ τὴν τοῡ πάντα κινεῑσθαι μέθοδον», Πλάτ.)3. συστηματική ιατρική4. το σύνολο τών επιστημονικών γνώσεων, επιστήμη5. στρατήγημα («κατεπείρασε διὰ μεθόδων τοὺς τόπους», ΠΔ)6. ρητορικά μέσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ὁδός. Η αρχική σημασία τής λ. ήταν «καταδίωξη, επιζήτηση», που αργότερα εξελίχθηκε σε «έρευνα, αναζήτηση, σύστημα έρευνας, επιστήμη», λαμβάνοντας μάλιστα ορισμένες φορές τη σημασία που θα είχε το μεταρρηματικό παράγωγο τού ρ. μετέρχομαι].
Dictionary of Greek. 2013.